- ὄφελλον
- ὄφελλονὀφέλλω-IG: aor ind act 3rd pl (homeric ionic )ὀφέλλω-IG: aor ind act 1st sg (homeric ionic )ὀφέλλω-IG: imperf ind act 3rd pl (homeric ionic )ὀφέλλω-IG: imperf ind act 1st sg (homeric ionic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ὄφελλον — ὀφέλλω IG aor ind act 3rd pl (homeric ionic) ὀφέλλω IG aor ind act 1st sg (homeric ionic) ὀφέλλω IG imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ὀφέλλω IG imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οφείλω — (ΑΜ ὀφείλω, Α και ὀφειλέω, επικ. και αρκαδ. τ. ὀφέλλω, αρκαδ. τ. και ὀφήλω) 1. είμαι οφειλέτης, χρωστώ κάτι σε κάποιον, ιδίως χρήματα (α. «ὃς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια», ΚΔ β. «μισθὸς τοῑς στρατιώταις ὠφείλετο», Ξεν.) 2. μτφ. αναγνωρίζω κάτι… … Dictionary of Greek